12/11/09

Τρίκαλα: Επαγγέλματα που χάθηκαν ή "ξεθώριασαν" με το πέρασμα του χρόνου

Επαγγέλματα που ...έσβησαν ή ξεθώριασαν στο πέρασμα του χρόνου επαναφέρει στο φως ο Τρικαλινός ερευνητής, Νεκτάριος Κατσόγιαννος, μέσα από μια μελέτη που ολοκλήρωσε έπειτα από χρόνια ερευνών.
Βιοπαλαιστές, οι οποίοι αγωνίζονταν όλη την ημέρα, περιορίζοντας στο ελάχιστο τον ύπνο και την ξεκούρασή τους, ξεχνούσαν την ψυχαγωγία και πάλευαν για ένα καλύτερο αύριο, με αποφασιστικότητα αλλά και αισιοδοξία, "ξεπηδούν" μέσα από τις σελίδες της μελέτης του κ. Κατσόγιαννου.
Το ΑΠΕ-ΜΠΕ παρουσιάζει ορισμένα απ' αυτά τα επαγγέλματα, έτσι όπως αποτυπώνονται στη μελέτη του Τρικαλινού ερευνητή.

Ο αβδελάς
Οι αβδελάδες έχουν τη ρίζα τους στα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Παλιότερα, τις βδέλες τις πουλούσαν για θεραπευτικούς σκοπούς, κυρίως για τοπικές αφαιμάξεις, όταν κάποιος είχε πίεση και πονοκεφάλους. Η τοποθέτηση μιας βδέλας σε κάποιο σημείο του δέρματος γινόταν μ' ένα μικρό αναστραμμένο ποτήρι, μέσα στο οποίο την είχαν τοποθετημένη. Το ποτήρι απομακρυνόταν, μόλις αυτή κολλούσε στο δέρμα του ασθενούς. Η ποσότητα αίματος που απορροφούσε ήταν γύρω στα 15 γραμμάρια.
Τις χρησιμοποιούσαν, επίσης, για να θεραπεύονται τα πρησμένα από την κούραση πόδια των μουλαριών.
Οι συλλογείς έμπαιναν ξυπόλητοι μέσα στα νερά και τις μάζευαν με τα χέρια, παίρνοντας, παράλληλα, κι αυτές που είχαν κολλήσει στα πόδια τους.
Ο γαλατάς
Οι γαλατάδες ήταν οι πρώτοι πλανόδιοι μεροκαματιάρηδες της ημέρας, που από το πρωί έπαιρναν τα στενά και τους δρόμους της πόλης, για να πουλήσουν το γάλα στους πελάτες τους. Πολλοί πελάτες, για να μη σηκωθούν από το κρεβάτι τους, άφηναν το κατσαρολάκι στην εξώπορτα και ο γαλατάς, πάντα συνεπής στο ραντεβού του, αφού το γέμιζε, το σκέπαζε βάζοντας μία πέτρα από πάνω για να μην το αναποδογυρίσει κάποια γάτα ή κάποιο σκυλί.
Προπολεμικά, αλλά και μεταπολεμικά, το γάλα το πουλούσαν στα σπίτια, πηγαίνοντας είτε με τα πόδια είτε με το γαϊδουράκι. Το γάλα το έβαζαν μέσα σε αλουμινένια δοχεία (γκιούμια). Συνήθως, ήταν γελαδινό και ήταν πάντα φρέσκο και ολόπαχο.
Τις ζεστές μέρες του χρόνου, για να μην χαλάσει το γάλα, κρεμούσαν τα δοχεία με το περιεχόμενό του στο πηγάδι, που λειτουργούσε και σαν ψυγείο.
Για τη διανομή είχαν κύπελλα του 1/4 και της 1/2 οκάς, όπως και στην πώληση του κρασιού. Ορισμένοι είχαν κάνουλα σε κάθε γκιούμι, διότι τούτο τους διευκόλυνε στην διανομή.
Στη Θεσσαλονίκη, εκτός από τα γαϊδουράκια, πολλοί γαλατάδες το γάλα το έβαζαν σε δύο στρογγυλά δοχεία που τα κρεμούσαν από ένα καμπυλωτό ξύλο, που το στήριζαν στην ωμοπλάτη. Άλλοι πάλι, στα άκρα ενός καμπυλωτού ξύλου, κρεμούσαν ξύλινα ταψιά, εντός των οποίων είχαν το γάλα σε μικρές κούπες.
Ο γανωτής ή καλαντζής
Το επάγγελμα του γανωτή είναι παλιό και έχει τις ρίζες του στο Βυζάντιο. Παλιότερα, οι γανωτήδες γύριζαν στους δρόμους μ ένα τσουβάλι κρεμασμένο από τον ώμο μέσα στο οποίο έβαζαν διάφορα χαλκώματα (κατσαρόλες, σινιά, ταψιά, κουταλοπήρουνα κ.ά.), που έπρεπε να γανωθούν.
Άλλοι γύριζαν με τα πόδια και άλλοι μ' ένα γαϊδουράκι, για να φορτώνουν τα ξεβαμμένα χαλκώματα και τα γανωμένα, που έπρεπε να τα παραδώσουν στις νοικοκυρές. Το γύρισμα στις γειτονιές κρατούσε μέχρι το μεσημέρι, ενώ ο γανωτής επέστρεφε στο εργαστήριό του το απόγευμα.
Εκεί, δίπλα στη φωτιά, που τη διατηρούσε με το φυσερό και χρησιμοποιώντας τ' απαραίτητα υλικά και εργαλεία, όπως τα κολλητήρια, τις μασιές, το καλάι (κασσίτερο), το νισαντίρι και το κεζάπι, τα έκανε καινούργια, δίνοντας τα νέα λάμψη.
Ο γκλιτσάς
Άλλο ένα επάγγελμα του …ποδαριού, που σχεδόν έχει "σβήσει", όπως και τα περισσότερα από τα παλιά, διότι σήμερα λίγοι είναι αυτοί που αγοράζουν γκλίτσες, αλλά κι αυτοί που τις φτιάχνουν.
Για την κατασκευή της γκλίτσας χρησιμοποιούνται δύο είδη ξύλου. Η "κεφαλή" γίνεται από ρίζα πιξαριού, που φέρει πάνω της διάφορα, ανάγλυφα σχέδια, ενώ η βέργα από ξύλο κρανιάς.
Υπάρχουν δύο ειδών γκλίτσες: η τσοπάνικη και η γεροντική. Στην πρώτη, η κεφαλή είναι πιο μεγάλη και με μεγαλύτερη "καμπούρα". Επίσης, υπάρχει μεγαλύτερο κενό μεταξύ κεφαλής και βέργας και τούτο, για να πιάνεται, από τον τσοπάνο, το πόδι του προβάτου, όπως επίσης για να στηρίζεται και ξεκουράζεται και ο ίδιος. Στη γεροντική, η κεφαλή είναι μικρή, αλλά πιο κομψή.
Ο δαδάς
Το δαδί παλιότερα το χρησιμοποιούσαν για προσάναμμα και ειδικά για τα κάρβουνα. Δεν υπήρχε σπίτι τότε που να μην είχε δαδί, μια και σχεδόν όλοι χρησιμοποιούσαν για θέρμανση το μαγκάλι με τα κάρβουνα. Η παρουσία τους ήταν πιο έντονη, από το Σεπτέμβριο μέχρι τον Απρίλιο και ήταν πολλοί, μια και η περιοχή, γύρω από τα Τρίκαλα, είχε δάση με πεύκα.
Τα δαδιά, τα είχαν σε μικρά δεματάκια της μιας οκάς και στη δεκαετία του 1960 - 1970 το πουλούσαν 1,50 δρχ. το δεματάκι. Τα δεματάκια τα είχαν σε μικρά καλάθια, που τα κρεμούσαν από τον αγκώνα των χεριών τους.
Το δαδί το έβγαζαν από κορμούς παλιών πεύκων και από τις ρίζες τους. Οι δαδάδες άρχισαν να λιγοστεύουν από τη δεκαετία του 1950-'60, όταν πια, τα νοικοκυριά έπαψαν να χρησιμοποιούν το κάρβουνο, διότι άρχισε να διαδίδεται η λαϊκή θερμάστρα, η γκαζιέρα και σε λίγο καιρό η θερμάστρα πετρελαίου και αργότερα το καλοριφέρ.
Ο κανταράς
Το επάγγελμα του κανταρά είναι σίγουρο ότι υπήρχε από την απελευθέρωση μέχρι τα τέλη περίπου της δεκαετίας του 1960 - 1970. Και επί Τουρκοκρατίας θα πρέπει να υπήρχαν κανταράδες, ειδικά τη Δευτέρα, τη μέρα του παζαριού, διότι ήταν απαραίτητο στις αγοραπωλησίες.
Οι μεσήλικες και οι μεγαλύτεροι αυτών θυμούνται ακόμη τους ανθρώπους εκείνους που, την ημέρα του παζαριού (ήταν 4-5 άτομα), μ' ένα ξύλο και ένα καντάρι στον ώμο γύριζαν στους δρόμους του παζαριού φωνάζοντας δυνατά: "Ο κανταράςςς..! εδώ το καλό καντάρι!"
Το καντάρι ήταν πάρα πολύ απαραίτητο, ειδικά τα καλοκαίρια, που η περιοχή είχε πολλά καρπούζια και πεπόνια.
Οι καροτσέρηδες
Οι συμπαθείς αυτοί επαγγελματίες, τα χρόνια εκείνα, προτού ακόμα εμφανισθεί το αυτοκίνητο, προσέφεραν μεγάλη υπηρεσία στο κοινό. Για την ανέγερση των αρχοντικών και των σπιτιών καθώς και των διαφόρων δημοσίων και ιδιωτικών έργων, τα απαραίτητα υλικά, μεταφέρονταν με τα κάρα.
Η δουλειά του καροτσέρη ήταν πολύ σκληρή, διότι έπρεπε με ζέστη, κρύο, βροχή, ακόμα και με χιόνι να κάνει τις διάφορες μεταφορές, που πολλές φορές ήταν και από μακρινές αποστάσεις, όπως πέτρες από τα λατομεία και άμμο από τα ποτάμια.
Τα μονόκαρα ήταν και ανατρεπόμενα. Η ανακάλυψή τους στις αρχές του αιώνα θα διευκολύνει πολύ στην εκφόρτωση των οικοδομικών υλικών, όπως και των ανατρεπόμενων, μεταπολεμικά, αυτοκινήτων.
Στο άδειο κάρο, ο καροτσέρης του μονόκαρου καθόταν εσωτερικά και στην αριστερή γωνιά, για να μπορεί, με το δεξί χέρι που κρατούσε τα γκέμια (ηνία) και το καμουτσίκι, να κατευθύνει και να ελέγχει το άλογο. Ο καροτσέρης του διπλόκαρου καθόταν μπροστά και στο μέσο της καρότσας, κρατώντας και με τα δύο χέρια τα γκέμια.
Οι κλωνατζήδες ή στρίφτες
Δούλευαν πάντα στο ύπαιθρο, σε ανοιχτούς χώρους και η δουλειά τους ήταν να φτιάχνουν κλωστές από φυσικό ή τεχνητό μετάξι, ως επίσης και βαμβακερά νήματα. Από τη μία η εξέλιξη της τεχνολογίας και από την άλλη η "εξαφάνιση" της παραδοσιακής στολής, έφεραν την παρακμή του.
Οι τουλουμπζήδες
Οι τουλουμπτζήδες είναι οι άνθρωποι που πήραν τη σκυτάλη από τους πηγαδάδες, για την εξεύρεση νερού. Η ανακάλυψη και η διάδοση της τουλούμπας συνέβαλε πάρα πολύ στη βελτίωση της υδροδότησης του ανθρώπου στις προηγούμενες δεκαετίες και ειδικά προπολεμικά, αλλά και μέχρι τα μέσα της περιόδου 1950 - 1960, οπότε άρχισε η αθρόα ανόρυξη αρτεσιανών.
Οι τουλουμπτζήδες ήταν περιζήτητοι και το άνοιγμα μιας τουλούμπας στην προπολεμική εποχή στοίχιζε γύρω στις 50 δρχ., με μέσο βάθος σωληνώσεως τα 101 μ., ενώ μεταπολεμικά στοίχιζε 150 - 200 δρχ. ή 100 οκάδες στάρι.
Οι πρώτοι τουλουμπάδες χρησιμοποιούσαν πρωτόγονα μέσα για το άνοιγμα μιας τουλούμπας.
Συνολικά, ο ερευνητής περιγράφει περίπου 70 επαγγέλματα, που χάθηκαν στο πέρασμα του χρόνου.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ

1 σχόλιο: